- οιονόμος
- (I)οἰονόμος, -ον (Α)1. (για τόπο) απομονωμένος, ερημικός2. φρ. «ἐπ' οἰονόμοιο» — στη μοναξιά, στην ερημιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -νόμος*].————————(II)οἰονόμος, -ον (Α)(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βόσκει πρόβατα, βοσκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -νόμος*].
Dictionary of Greek. 2013.